- ἐπιμηνιεία
- ἐπι-μηνιεία, ἡ, das Amt eines ἐπιμήνιος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιμηνιεία — ἐπιμηνιεία, ἡ (Α) 1. το αξίωμα τού επιμηνίου 2. έκτακτη συνεδρία τών αμφικτιόνων … Dictionary of Greek